- ξέσκισμα
- το разрывание, раздирание на части
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξέσκισμα — και ξέσχισμα, το [ξεσκίζω] 1. σχίσιμο, κομμάτιασμα, κουρέλιασμα 2. μικρό σχίσιμο τού δέρματος, αμυχή 3. μτφ. i) αναισχυντία, αναίδεια («το ξέσκισμά της δεν περιγράφεται») ii) εξαχρείωση … Dictionary of Greek
ξέσκισμα — το, ατος το σκίσιμο, το κουρέλιασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λακίς — λακίς, ίδος, ἡ (AM) σχισμένο πράγμα, ξεσκλίδι, ξέσκισμα, ράκος («ποίας ποθ ἁνὴρ λακίδας αἰτεῑται πέπλων», Αριστοφ.) αρχ. (για πλοίο) το άνοιγμα που γίνεται από έμβολο εχθρικού πλοίου («αἱ μὲν ἐκ τῶν ἐμβόλων ἀναρρητόμεναι λακίδες ἐξαίσιον… … Dictionary of Greek
σπάραγμα — το 1. κατασπάραξη, ξέσκισμα: Παρακολούθησε το σπάραγμα του μικρού ζώου από το λιοντάρι. 2. σπαρτάρισμα: Ένιωσε το σπάραγμα του ψαριού μέσα στα χέρια του. 3. σπαραγμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)